αταρακτικός

αταρακτικός
-ή, -ό
(νευρολ.)
1. ο σχετικός με την αταραξία
2.φρ. «αταρακτικά φάρμακα» — ηρεμιστικά τα οποία δεν προκαλούν έντονη υπνηλία ή ευφορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”